- λινναία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καπριφολιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. linnaea < νεολατ. linnaea < C. Linnaeus, όν. Ελβετού βοτανολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.